- δεδοκιμασμένος
- -η, -οβλ. δοκιμάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεδοκιμασμένος — δοκιμάζω assay perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
MILITES — I. MILITES Haeretici, qui alias Floriniani et Corpocratiani, sic dicti, quia de Militaribus fuerunt, Philastrius de Haeres. Part. 3. c. 10, II. MILITES qui aetate apud Romanos lecti, indicat Lex a Sempronio Graccho Tribuno Plebis lata: Ne quis… … Hofmann J. Lexicon universale
ԸՆՏԻՐ — (տրոյ, ոց. կամ տրի, ից.) NBH 1 0785 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c ա. ἑκλεκτός, ἑπίλεκτος electus δόκιμος , δεδοκιμάσμενος probatus ἁγαθός, βέλτιστος bonus, optimus որ եւ գրի Ընդիր. Լաւ եւ պատուական՝ համեմատութեամբ իրի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)